προπότισμα

προπότισμα
προπότισμα
draught
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπότισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ [προποτίζω] ποτό που χορηγείται πριν από κάτι άλλο αρχ. το να δίνει κανείς ποτό σε κάποιον από πριν …   Dictionary of Greek

  • προποτίσμασι — προπότισμα draught neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματα — προπότισμα draught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματι — προπότισμα draught neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματος — προπότισμα draught neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτισμός — ὁ, ΜΑ [προποτίζω] προποτισμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”